- μουσουργό)
- [мусурго] р. заниматься музыкой.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Ακαδημία ή Ακαδήμεια — Προάστιο της αρχαίας Αθήνας, στον έξω Κεραμεικό, κοντά στην όχθη του Κηφισού στα νότια του Ιππίου Κολωνού (βλ. λ. Κολωνός). Το όνομά του το πήρε από τον πρώτο του οικιστή, τον ήρωα Ακάδημο (ή Εκάδημο). Η Α. ήταν ιερό άλσος, που το τείχισε τον 6ο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Ράινεκε, Κάρολος-Ερρίκος Κάρστεν — (Reinecke, 1824 – 1910). Γερμανός μουσουργός. Διετέλεσε επί αρκετό χρονικό διάστημα κλειδοκυμβαλιστής της δανικής αυλής και, αργότερα, καθηγητής των ωδείων Κολονίας και Λιψίας. Ως συνθέτης κατατάσσεται στους νεοκλασικούς. Ασχολήθηκε με όλα τα… … Dictionary of Greek